-
1 под...
под..., подо..., подъ...(πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.II.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь. -
2 подъ...
под..., подо..., подъ...(πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.II.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь. -
3 вниз
επίρ.1. προς τα κάτω•спускаться κατεβαίνω κάτω•
глядеть вниз κοιτάζω προς τα κάτω.
2. (γιά ποτάμια) προς τις εκβολές•плавать вниз по днепру πλέω στο Δυείπερο προς τα κάτω.
-
4 вниз
внизнареч κάτω, προς τά κάτω:спуститься \вниз κατεβαίνω, κατέρχομαι· вверх и \вниз πάνω (καί) κάτω, ἄνω καί κάτω· сверху \вниз ἀπό ἐπάνω προς τά κάτω· ◊ плыть \вниз по течению πλέω μέ τό ρεΰμα τοῦ ποταμοῦ, κατεβαίνω τό ποτάμι, κατα-πλεω ποταμόν. -
5 провисание
η κάμψη προς τα κάτω (λόγω βάρους), η κύρτωση, το λύγισμα προς τα κάτω-ть κάμπτομαι/λυγίζω προς τα κάτω (λόγω βάρους)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провисание
-
6 вниз
вниз ((προς τα) κάτω смот реть \вниз κοιτάζω κάτω сойти \вниз κατεβαίνω \вниз по лестнице κατεβαίνοντας τη σκάλα \вниз по течению ακολουθόντας. το ρεύμα* * *смотре́ть вниз — κοιτάζω κάτω
сойти́ вниз — κατεβαίνω
вниз по ле́стнице — κατεβαίνοντας τη σκάλα
вниз по тече́нию — ακόλουθοντας το ρεύμα
-
7 книзу
-
8 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
9 башня
ο πύργος· водонапорная - ύδρευσης, ο υδατόπυργος- крана - του γερανού, η βάση του γερανού σε σχήμα πύργουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > башня
-
10 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
11 подкатить
-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. κυλώ προς ή κάτω απο•подкатить бочку к углу κυλώ το βαρέλι προς τη γωνία.
|| οδηγώ, φέρω (για οχήματα).2. (για μεταφορικά μέσα) τρέχω, πλησιάζω, φτάνω γρήγορα.3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά•тошнота -ла к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό•
у меня -ло в сердце μου ήρθε άσχημα στην καρδιά.
εκφρ.подкатить глаза – περιφέρω τους βολβούς των ματιών.κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. мячик -лся под диван το τόπι κύλισε κάτω από το ντιβάνι•ко мне -лся мальчик σέ μένα ήρθε γρήγορα ένα παιδάκι•
тошнота -лась к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό.
-
12 сверху
επίρ.1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.
2. από πάνω, εκ των άνω•вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•
вид сверху άποψη από πάνω•
смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.
3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.
εκφρ.сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•сверху донизу – από πάνω ως κάτω•провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). -
13 скатить
скатить 1скачу, скатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. κυλώ προς τα κάτω• κατρακυλώ•скатить бочку в подвал κυλώ το βαρέλι στο υπόγειο.
1. κυλιέμαι προς τα κάτω• κατρακυλώ. || κατεβαίνω, κατέρχομαι απο• πέφτω απο.2. μτφ. μεταπίπτω•скатить к идеализму κατρακυλώ στον ιδεαλισμό•
скатить в болото оппортунизма κατρακυλώ στο βούρκο του οππορτουνισμού.
скатить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. скатить1)• περιβρέχω, περιχύνω• ξεπλύνω.περιβρέχομαι• ξεπλύνομαι. -
14 обзор
1. (сжатое сообщение ο фактах, событиях и т.п.) η περίληψη, η σύνοψη, η επιθεώρηση, η επισκόπηση, η ανασκόπηση 2. (видимость) ав. η ορατότηταверхний - προς τα επάνω/άνω3. (радиолокационный) η σάρωσηконический - κωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обзор
-
15 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
16 свалить
свалить 1свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταρρίπτω•свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•
ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•
болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,
2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.5. ρίχνω άτακτα•свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.
6. κλίνω, γέρνω.7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.
1. πέφτω•свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•
свалить с лошади πέφτω από το άλογο.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι•старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.
|| εμφανίζομαι απροσδόκητα.2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).εκφρ.свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.свалить 2ρ.σ.1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.
(απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο). -
17 сверху
сверхунареч1. (на поверхности) ἀποπάνω, ἀνωθεν:напиши \сверху γράψε ἀπο-πάνω·2. (с высоты) ἀπό ψηλά, ἐξ ὕψους:вид \сверху ἡ κάτοψις, ἡ ἄποψη ἀπό ψηλα· смотреть \сверху вниз а) κοιτάζω ἀπό πάνω προς τά κάτω, б) перен κοιτάζω ἀφ· ὑψηλού·3. перен ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἀπό πάνω:директива \сверху ἐντολή ἀπό πάνω· ◊ \сверху донизу а) ἀπό πάνω ὡς κάτω, б) перен ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια (с головы до пят)· глядеть \сверху вниз на кого-л. κυττάζω κάποιον ἀφ' ὑψηλοῦ. -
18 спустить
ρ.σ.μ.1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•
спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•
спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•
спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.
|| σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.
|| μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.
2. χαμηλώνω•спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.
|| κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.
3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•спустить курок πατώ τη σκαντάλη•
собаку с цепи λύνω το σκυλί.
4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.
|| ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.
6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.εκφρ.спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•
шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).
|| πλέω προς τα κάτω.2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.
|| χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.
|| ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.
3. υποβιβάζομαι.4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.
εκφρ.спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι). -
19 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
20 книзу
επίρ.προς τα κάτω. || προς τις εκβολές ποταμού.
См. также в других словарях:
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
Κάτω Αλισσός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 434 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται προς τα παράλια, ανατολικά και κοντά στην Κάτω Αχαΐα, 22 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης … Dictionary of Greek
Κάτω Καλαμώνας — Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού προς την ακτή, 19 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκανήσου … Dictionary of Greek
Κάτω Μάρμαρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 154 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Τα Κ.Μ. βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νομού, προς τη δυτική όχθη της λίμνης των Ιωαννίνων. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ιωαννιτών … Dictionary of Greek
Κάτω Πινές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 66 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Οι Κ.Π. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, προς την ακτή του όρμου της Σπιναλόγκα. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Κάτω Χώρα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 890 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας … Dictionary of Greek
Σαξονία, Κάτω — (Niedersachsen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο βόρειο τμήμα της. Έχει έκταση 47 349 τ. χλμ. και πληθυσμό 7 283 795 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Ανόβερο. Βρέχεται προς τα ΒΔ από τη Βόρεια θάλασσα, κατά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek